ἐπουλώσῃ

ἐπουλώσῃ
ἐπουλώσηι , ἐπούλωσις
cicatrization
fem dat sg (epic)
ἐπουλόω
scar over
aor subj mid 2nd sg
ἐπουλόω
scar over
aor subj act 3rd sg
ἐπουλόω
scar over
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επούλωση — η (AM ἐπούλωσις) [επουλώνω] θεραπεία, κλείσιμο πληγής …   Dictionary of Greek

  • επούλωση — η 1. ο σχηματισμός ουλής σε τραύμα ή σε πληγή, θεραπεία τραύματος. 2. μτφ., η θεραπεία ή ο μετριασμός συμφοράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

  • αιμόσταση — Το σύνολο των μηχανισμών με τους οποίους ο οργανισμός του ανθρώπου προστατεύεται από την επικίνδυνη για τη ζωή του απώλεια αίματος και διατηρεί σε ρευστή κατάσταση το κυκλοφορούμενο αίμα. Κάθε εκτροπή της ισορροπίας του αιμοστατικού μηχανισμού… …   Dictionary of Greek

  • επιθηλιοποίηση — η (ιστολ.) ο σχηματισμός επιθηλιακού ιστού και ειδικά η κάλυψη τού συνδετικού ιστού με επιθηλιακή στιβάδα κατά την επούλωση πληγών …   Dictionary of Greek

  • επουλωτικός — ή, ό (AM ἐπουλωτικός, ή, όν) ο κατάλληλος για επούλωση, αυτός που επουλώνει …   Dictionary of Greek

  • θρέψη — Η εισαγωγή στους έμβιους οργανισμούς των απαραίτητων ουσιών για τη συντήρησή τους. (Βιολ.) Η θ. αποτελεί πρωταρχική ιδιότητα των ζωντανών οργανισμών. Η ζωντανή ύλη έχει τη δυνατότητα να προσλαμβάνει και να αποικοδομεί τα ξένα μόρια και έτσι να… …   Dictionary of Greek

  • θρεπτικός — και θρεφτικός, ή, ό (ΑΜ θρεπτικός, ή, όν) [τρέφω] αυτός που συντελεί στη θρέψη («θρεπτική τροφή») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη, που συντελεί στην αφομοίωση τών τροφών 2. φρ. α) «το θρεπτικό σύστημα» το σύνολο τών οργάνων με… …   Dictionary of Greek

  • κατούλωσις — κατούλωσις, ώσεως, ἡ (Α) [κατουλώ] ο σχηματισμός ουλής σε μια πληγή, η τέλεια επούλωση …   Dictionary of Greek

  • καυτηρίαση — Θεραπευτική μέθοδος, η οποία συνίσταται στην τοπική εφαρμογή υψηλής θερμοκρασίας ή καυστικής χημικής ουσίας, με σκοπό την καταστροφή ιστών, την επούλωση ή την αιμόσταση. Η κ. γίνεται με ειδικά όργανα, τους θερμοκαυστήρεςηλεκτροκαυστήρες, τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”